-
1 ἐναυλίξω
ἐναυλ-ίξω, intr.,II [voice] Med., take up one's quarters during the night, νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται [ ἐν τῷ νηῷ] Hdt.1.181;ἐν Τανάγρῃ νύκτα ἐναυλισάμενος Id.9.15
; esp. of soldiers, take up night-quarters, bivouac, Th.3.91, 4.54, 8.33, X.An.7.7.8, etc.; (Ephesus, iii B. C.).III metaph., of diseases, lodge,ἐν τῷ στήθει Hp.Nat.Hom.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναυλίξω
См. также в других словарях:
εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω … Dictionary of Greek